ἐμφράγματος

ἐμφράγματος
ἔμφραγμα
barrier
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απέμφραξη — η η αφαίρεση εμφράγματος, το ξεβούλωμα …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • ταχυκαρδία — Υπερβολική ταχύτητα των καρδιακών παλμών, γενικά με συχνότητα άνω των 100 ανά λεπτό. Οι σημαντικότερες μορφές τ. είναι: η φλεβοκομβική, η κολπική παροξυσμική και η κοιλιακή παροξυσμική. Μιλάμε για φλεβοκομβική, τ. όταν ο φλεβόκομβος εργάζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αρτηριοσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρυνση — Πάθηση που προσβάλλει τα αγγεία και εκδηλώνεται με συμπτώματα που ποικίλλουν ανάλογα με την αρτηρία και το όργανο που αιματώνεται από αυτή. Η α. προσβάλλει περισσότερο τους άντρες, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Αν και… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτική αφυδρογονάση — (LDH). Ένζυμο που εκκρίνεται στο αίμα, όταν υποστούν βλάβη τα κύτταρα του καρδιακού μυός (κατά τη διάρκεια εμφράγματος του μυοκαρδίου), του ήπατος κλπ. Η μέτρηση του επιπέδου του στο αίμα βοηθά τους γιατρούς να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα της… …   Dictionary of Greek

  • Στραζέσκο, Νικολάι Ντμίτριεβιτς — Σοβιετικός γιατρός (Οδησσός 1876 Κίεβο 1952). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Κίεβου. Οι επιστημονικές του εργασίες αναφέρονται στη στηθάγχη, στο έμφραγμα του μυοκάρδιου, στην καρδιακή ανεπάρκεια, στους ρευματισμούς, τη σηψαιμία και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”